- ξυρόμενος
- ξῡρόμενος , ξυρέωshavepres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύρω — (ΑΜ) [ξυρόν] ξυρίζω («ξυρόμενος τῆς κεφαλῆς τὸ ἥμισυ», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek